αφάρτερος

αφάρτερος
ἀφάρτερος, -α, -ον (Α) [ἄφαρ]
γρηγορότερος, περισσότερα ευκίνητος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀφάρτερος — more fleet masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφάρτερα — ἀφάρτερος more fleet neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφάρτεροι — ἀφάρτερος more fleet masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άφαρ — ἄφαρ επίρρ. (Α) 1. ευθύς, αμέσως, αμέσως μετά, μετά από αυτό 2. πολύ 3. ξαφνικά, γρήγορα 4. ως επίθ. ταχύς, γρήγορος. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ήδη ομηρική, αβέβαιης ετυμολ. Αρχικά πιθ. αποτελούσε αφηρημένο ουδέτερο σε r / n ουσιαστικό (πρβλ. και άφνω, με το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”